-
1 ἐμ-φανίζω
ἐμ-φανίζω, sichtbar, deutlich machen, zeigen; ἄστρα τὰς ὥρας ἐμφ. Xen. Hem. 4, 3, 4; gew. übertr., τί τινι, Plat. Soph. 244 a; τὰ παϑήματα δι' ἃς αἰτίας γέγονε Tim. 61 c; τοῦτο, ὅτι, Xen. Cyr. 8, 1, 26; τοὺς ζῶντας ὁποῖοί τινες ἂν ὦσι Aesch. 1, 128; ὃν ἡ τύχη ἀλυσιτελῆ φίλον ἐμφανίζει Dem. 14, 36; οὐκ οὖσαν ἀγαϑὸν τὴν ἡδονήν Arist. Eth. 10, 3, 11. Oft bei Sp. auch ἑαυτόν, seine Gesinnung zeigen, Pol. 30, 17, 2, wie Ath. II, 37 e. – Ἐμφανιστέον, ᾗ δυνατόν Plat. Tim. 65 c.
См. также в других словарях:
εμφανίζω — (AM ἐμφανίζω) φανερώνω, δείχνω, παρουσιάζω μσν. αρχ. εξηγώ («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», Αριστοτ.) αρχ. 1. παριστάνω ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», Αριστοτ.) 2. καθιστώ κάτι φανερό, πρόδηλο… … Dictionary of Greek